ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ: ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ: ΜΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Η συνταγματική αναθεώρηση μπαίνει πλέον σε μια σειρά: η πρώτη από τις δυο συνεδριάσεις της Ολομέλειας που απαιτούνται από τον θεμελιώδη νόμο για τις διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν ξεκινά σήμερα. Πρόκειται για μια ευκαιρία για τους μονομάχους και διεκδικητές της λαϊκής ψήφου να επανατοποθετηθούν ιδεολογικά και πολιτικά επί του πεδίου, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει πληθώρα δυσκολιών στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, προκειμένου να προχωρήσει σε ορισμένες αποφάσεις με πιο θετικό χαρακτήρα για τις πλατιές κοινωνικές μάζες, που θα δώσουν το στίγμα της μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια περιόδου.
Μια ευκαιρία, λοιπόν, να ανοίξει όλη η βεντάλια και να κατατεθούν από βήματος Βουλής οι προτάσεις του κάθε αντιπροσωπευόμενου κόμματος για κάθε ζήτημα που αφορά τον δημόσιο βίο. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ευκαιρία να τοποθετηθεί για τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, για τα ζητήματα φύλου, για την μη αναθεώρηση του άρθρου 16, στεκόμενος έναντι των ιδιωτικών πανεπιστημίων, για την εφαρμογή αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές, καθώς και τις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση κλπ. Κατ’αναλογία, η ΝΔ μέσα από τις δικές της προτάσεις, θέτει επί τάπητος τη δική της, περισσότερο φιλελεύθερου περιεχομένου ατζέντα, γεγονός που φαίνεται από την διασφάλιση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, την δυνατότητα ίδρυσης πανεπιστημίων από ιδιώτες και την συγκρότηση πρότυπων σχολείων, την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, την ενθάρρυνση του εθελοντισμού και την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, τη συνταγματική κατοχύρωση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών κ.λπ.
Μπορεί κανείς από αυτήν τη συνοπτική παρουσίαση να δει τις διαφορές στην αντίληψη και τη νοοτροπία των δύο μεγάλων κομμάτων και να επιλέξει, με βάση αυτά, στις ερχόμενες εκλογικές μάχες. Εξυπακούεται πως το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης δίνει την ίδια ευκαιρία και στα υπόλοιπα κόμματα, έστω και αν δεν διαθέτουν τον αριθμό των 50 βουλευτών, για να καταθέσουν επίσημα τις δικές τους προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Παράλληλα, η συνταγματική αναθεώρηση προσφέρει την ευκαιρία στα δυο κόμματα εξουσίας, να θωρακιστούν θεσμικά έναντι της προοπτικής να απωλέσουν την εξουσία λόγω της μη εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι διαξιφισμοί για το επίμαχο άρθρο 32 είναι έντονοι, όχι φυσικά σχετικά με τη διάλυση της Βουλής λόγω της αποτυχίας ανάδειξης του ανώτατου άρχοντα (στο σημείο αυτό υπάρχει συμφωνία, προκειμένου να μην επαναληφθεί το σκηνικό που οδήγησε στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015), αλλά για τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί να έχει τον τελευταίο λόγο ο λαός μετά από 6 ψηφοφορίες στη Βουλή, ενώ η ΝΔ προτείνει 3 ψηφοφορίες (μία με 200 ψήφους, μία με 180 και μία με 151) και εφόσον δεν καρποφορήσουν, μία τέταρτη, όπου θα απαιτείται η σχετική πλειοψηφία των βουλευτών.
Με αφορμή και με επίκεντρο το ζήτημα αυτό, ξεκινά η συζήτηση για το κατά πόσον οι προτάσεις αναθεώρησης δεσμεύουν την επόμενη Βουλή, που είναι εκείνη που θα ολοκληρώσει τη διαδικασία. Η ΝΔ επιθυμεί να έχει ελευθερία κινήσεων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ τάσσεται υπέρ της δέσμευσης της επόμενης Βουλής αναφορικά με το περιεχόμενο των προτάσεων. Είναι προφανές πως το ζήτημα είναι πολιτικό και άπτεται σαφώς των μετεκλογικών ισορροπιών, ασχέτως αν και οι δυο πλευρές αναπτύσσουν νομική επιχειρηματολογία για να στηρίξουν τη θέση τους.
Ακριβώς επειδή ο ρόλος της επόμενης Βουλής και της πρώτης συνόδου αυτής είναι κομβικός, το ενδεχόμενο να μην καταλήξει κάπου αυτή η απόπειρα συνταγματικής αναθεώρησης, είναι ορατό, με τη ΝΔ, το φαβορί για την πρωτιά μετά τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν, να διατηρεί όλες τις επιλογές στο τραπέζι, προκειμένου να έχει την ελευθερία κινήσεων στον κομβικό αυτό τομέα δομής και διάρθρωσης της πολιτείας.
Σε όλα τα παραπάνω, αλήθεια, πού βρίσκεται η οικονομία; Πού βρίσκεται στις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις η πιθανότητα διάσωσης των τραπεζών με κρατικά κεφάλαια ή με τις καταθέσεις του ελληνικού λαού, θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο κύριος Δραγασάκης προ ολίγων εβδομάδων από τα κυβερνητικά έδρανα της αίθουσας της Ολομέλειας; Πού βρίσκεται η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι και το 2060, δέσμευση που ανέλαβε η παρούσα κυβέρνηση και η οποία θα συνεχίζει να υφίσταται, μετά τη σαφή απάντηση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στον εγχώριό του ομοτράπεζο και εταίρο, τον Κυριάκο Μητσοτάκη;
Πάντα η θέση επί τάπητος των ιδεολογικών αναφορών, με τη μορφή του υποβάθρου, και των πολιτειακών μεταρρυθμίσεων είναι ενδιαφέρουσες και επιτρέπουν να τονίζουν τις διαφορές μεταξύ των εκφραστών του δημόσιου λόγου. Άλλωστε, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα και η μορφή άσκησης εξουσίας, όπου ερείδεται στις διαφορές. Οι αναφορές στην «αλήθεια» και την κοινωνική ομοιομορφία οδηγούν σε απολυταρχικές ατραπούς, που καθιστούν το οποιοδήποτε Σύνταγμα, εφόσον υφίσταται, γράμμα κενό. Αλλά, σε συνθήκες εργασιακής εκμετάλλευσης, όπου οι προσφερόμενες θέσεις εργασίας κατά κανόνα δεν προσφέρουν ασφαλιστική κάλυψη, σε συνθήκες διακινδύνευσης του πιο βασικού για τον απλό Έλληνα πολίτη, το «να έχει μια στέγη πάνω από το κεφάλι του», κατά πόσο είναι εύκολη η αποσύνδεση του Κοινοβουλίου από όλα αυτά; Ιδού το ερώτημα…
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Σπύρος Σερμπέτης-Παππάς