ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 2019: 4 ΜΑΡΤΙΟΥ
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 2019: 4 ΜΑΡΤΙΟΥ
1851, Ελλάδα
Γεννιέται στη Σκιάθο το 1851 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο κορυφαίος διηγηματογράφος της ελληνικής λογοτεχνίας και ο θεωρούμενος ως «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του ιερέα και δασκάλου Αδαμαντίου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς Μωραΐτη. Κατά συνέπεια, η ευλάβεια και η θρησκευτικότητα συντροφεύουν από την παιδική ηλικία τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ο οποίος ολοκληρώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα (Βαρβάκειο) με πολύ μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.
Μετά την εγγραφή του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (απ’όπου όμως δεν πήρε το δίπλωμά του), ο Παπαδιαμάντης μεταβαίνει για να ασκητεύσει στο Άγιο Όρος για σύντομο χρονικό διάστημα και κατόπιν γυρίζει στην Αθήνα, για να ζήσει λιτά και ασκητικά, μεταξύ της βιοπάλης, της συγγραφής και του εκκλησιαστικού βίου. Συγκεκριμένα, αποτέλεσε τον τακτικό ψάλτη στη μονή του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι. Αναφορικά με το συγγραφικό του έργο, αυτό αρχικά αφορούσε τη δημιουργία μυθιστορημάτων, όπως «Η Μετανάστις», οι «Έμποροι των Εθνών» και «Η Γυφτοπούλα», ωστόσο σύντομα θα στραφεί στο διήγημα, τόσο το μικρό σε έκταση, όσο και το μεγαλύτερο (δηλαδή τη νουβέλα).
Μεταξύ των έργων που ξεχωρίζουν είναι «Η Φόνισσα», «Ο Νεκρός Ταξιδιώτης», «Η Νοσταλγός», καθώς και τα «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», τα «Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα» και τα «Πασχαλινά διηγήματα». Ο Παπαδιαμάντης σκιαγράφησε τα ήθη και τον τρόπο ζωής τόσο στη μικρή νησιωτική κοινωνία της Σκιάθου, όσο και στην Αθήνα, παρέχοντας πληθώρα βιογραφικών στοιχείων, χρησιμοποιώντας μια ιδιότυπη, πολύ όμορφη αισθητικά γλώσσα, με διάσπαρτα στοιχεία των εκκλησιαστικών βιβλίων, που τόσο αγαπούσε.
Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος συγγραφέας αποτυπώνει ρεαλιστικά τη λαϊκή ψυχή και τον τρόπο ζωής των απλών καθημερινών ανθρώπων. Αν και θεωρητικά κοσμοκαλόγερος, δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το λαό και πάντοτε έμεινε κοντά του. Το ίδιο κοντά ψυχικά έμεινε και στο νησί του, το οποίο συχνά ονειρεύεται και περιγράφει με διάχυτο λυρισμό σε πλήθος διηγημάτων του. Έτσι, προς το τέλος της ζωής του, επιστρέφει στη γενέτειρά του, προκειμένου να περάσει εκεί το τελευταίο διάστημα του βίου του. Πεθαίνει στις 3 Ιανουαρίου 1911, σε ηλικία 60 ετών, από πνευμονία.
1912, Αγγλία
Οι σουφραζέτες διεκδικούν δυναμικά το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες, το οποίο αρνείται η αγγλική κυβέρνηση να τους παραχωρήσει. Έτσι, μια μέρα σαν σήμερα, το 1912, σε μια από τις πορείες που πραγματοποίησαν στο Λονδίνο προκειμένου να επιτύχουν τον σκοπό τους, σπάζουν κάθε παράθυρο που βρίσκουν στο διάβα τους, δίνοντας μεγαλύτερη ένταση στις μέχρι τότε προσπάθειές τους για έκφραση στην πολιτική ζωή της χώρας τους.
1944, Ελλάδα
«Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’άλλα, κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν. Γερμανικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα και μια ριπή σταμάτησε τ’ακορντεόν»… Έτσι περιγράφει ο Μάνος Λοΐζος τη Μάχη της Κοκκινιάς, που ξεκίνησε στις 4 Μαρτίου 1944 και διήρκεσε για 4 ημέρες. Οι Γερμανοί στόχευσαν την Κοκκινιά, μια προσφυγούπολη γεμάτη από εργάτες, οι οποίοι από νωρίς πύκνωσαν τις τάξεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ απέναντι στους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Σκοπός των κατοχικών δυνάμεων ήταν να εκκαθαρίσουν την περιοχή από τις αντιστασιακές δυνάμεις και γι’αυτό τους το σκοπό έλαβαν συνδρομή από τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες.
Μετά τις πρώτες δύο μέρες, όπου το «οχυρό» της Κοκκινιάς διατήρηθηκε από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, η 7η Μαρτίου έμελλε να είναι η πιο σκληρή ημέρα της μάχης. Οι Γερμανοί πλησίασαν το κέντρο της Κοκκινιάς και κυριολεκτικά σε κάθε σημείο της περιοχής γίνονταν αιματηρές συγκρούσεις. Οι αγωνιστές της αντίστασης βρέθηκαν σε πολύ δυσχερή θέση, καθώς τα πυρομαχικά τους τελείωναν. Ωστόσο, δεν το έβαλαν κάτω και πολεμώντας ακόμα και με τα χέρια, αιφνιδίασαν τον εχθρό, ο οποίος οχυρώθηκε σε ένα σχολείο. Σταθερός σύμμαχος των ΕΛΑΣιτών οι Κοκκινιώτες, οι οποίοι με μαζική πανεργατική απεργία έλαβαν μέρος στη μάχη και προσέφεραν πολλά για να μην νικήσουν οι κατακτητές.
Οι ναζί έφυγαν από την περιοχή την επόμενη ημέρα, αφού εκτέλεσαν τρία άτομα στην πλατεία Αγίων Αναργύρων και αφού πήραν μαζί τους 300 αιχμαλώτους για το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, εκ των οποίων οι 37 στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η Κοκκινιά θα ζούσε για ένα μικρό διάστημα σε πιο ήρεμους ρυθμούς, μέχρι τον Αύγουστο του 1944 και το «Μπλόκο της Κοκκινιάς». Τότε, 315 Έλληνες βρήκαν τον θάνατο μετά από υποδείξεις προδοτών, ενώ 6.000 οδηγήθηκαν στο Χαϊδάρι, με 1.200 από αυτούς να μεταφέρονται σε γερμανικά στρατόπεδα. Πολλοί ήταν εκείνοι που πέθαναν από τις κακουχίες ή εκτελέστηκαν.
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Σπύρος Σερμπέτης-Παππάς, για το ANT1 MediaLab