ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ: Η ΛΑΓΑΝΑ, ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ, Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ
ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ: Η ΛΑΓΑΝΑ, ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΜΑ, Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ
Καθαρά Δευτέρα: το τέλος του ξεφαντώματος της Αποκριάς και η αρχή της (Τε)σαρακοστής νηστείας των Χριστιανών, οι οποίοι αναμένουν την Ανάσταση του Ιησού Χριστού, 48 ημέρες μετά. «Καθαρά», γιατί οι πιστοί καθαρίζονται, σωματικά και πνευματικά. Γι’αυτό και το τραπέζι της συγκεκριμένης ημέρας περιλαμβάνει ελιές, ταραμά, χαλβά, θαλασσινά, όπως και τη λαγάνα, το άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται αποκλειστικά την Καθαρά Δευτέρα.
Θεωρείται πως η λαγάνα αποτέλεσε το τρόφιμο των Ισραηλιτών τη νύχτα του περάσματός τους (Εβραϊκό Πάσχα) και επιβαλλόταν από τον Μωσαϊκό Νόμο η κατανάλωσή της για όλες τις ημέρες της εορτής, μέχρι που ο Χριστός ευλόγησε τον ένζυμο άρτο. Φυσικά, η λαγάνα αποτελεί ουσιώδες συστατικό της διατροφής σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, τη «γειτονιά» μας, με αναφορές σε αυτήν να βρίσκουμε τόσο στον Αριστοφάνη και τις «Εκκλησιάζουσες», όσο και στον Οράτιο.
Η Καθαρά Δευτέρα, όμως, δεν ονομάζεται μονάχα έτσι, αλλά συχνά χρησιμοποιείται αντ´ αυτής η λέξη «Κούλουμα». Στην πραγματικότητα, οι δύο λέξεις δεν είναι απόλυτα συνώνυμες, καθώς Κούλουμα είναι ο εορτασμός της Καθαράς Δευτέρας στην εξοχή. Αποτυπώνει τη γνήσια ανάγκη του λαού για το «φευγιό», την απόδραση από τη φορτική καθημερινότητα και τη ρουτίνα. Έτσι, καταφεύγει στην (πιο κοντινή ή μακρινή) εξοχή, προκειμένου να γιορτάσει την είσοδο της Άνοιξης και την αποδρομή, σαν να ήταν γρίπη, του χειμώνα.
Όσον αφορά τη ρίζα της λέξης Κούλουμα, οι εκδοχές είναι τρεις κατά βάση: οι δύο εξ αυτών συνδέουν τη λέξη με τα Λατινικά και συγκεκριμένα με τις λέξεις Cumulus (Κούμουλους) ή Columna (Κολούμνα). Κούμουλους σημαίνει σωρός, αφθονία και τέλος και ο συσχετισμός εδώ έχει να κάνει με την τρίτη σημασία, το τέλος δηλαδή της Αποκριάς και ενδεχομένως, για να αξιοποιηθούν και οι άλλες ερμηνείες της λέξης, το τέλος της αφθονίας του κρέατος και της κατανάλωσης αλκοόλ. Κολούμνα, από την άλλη, είναι η κολώνα και ίσως αναφέρεται στον πρώτο εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας στην Αθήνα, που έλαβε χώρα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Η τρίτη εκδοχή, τέλος, για την ετυμολογία της λέξης «Κούλουμα» απέχει παρασάγγας από τις άλλες και συσχετίζει τη λέξη με τα αλβανικά και τη λέξη κόλουμ, που σημαίνει καθαρός και ταυτίζεται με το επώνυμο που δίνουμε στην μόνη Δευτέρα του χρόνου που δεν είναι «τσαγκαρο-Δευτέρα».
Περνώντας τώρα στα έθιμα που συνοδεύουν την τελευταία ημέρα που οι άνθρωποι μασκαρεύονται και γίνονται κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι, πρέπει να ξεκινήσει κανείς από το πέταγμα χαρταετού. Ο ουρανός την Καθαρά Δευτέρα γεμίζει χρώμα, φαντασία και δημιουργικότητα, σε μια πράξη καθαρά συμβολική: ο χαρταετός υποδηλώνει την ανάταση της ψυχής, μετά το Διονυσιακό ξεφάντωμα (αν γίνεται λόγος για την αρχαία εποχή) ή, αν στο επίκεντρο είναι η χριστιανική οπτική, ο χαρταετός αποτελεί την ενσάρκωση του ανθρώπινου πνεύματος, που είναι πλασμένο για τα ουράνια και την επαφή με τον Θεό-Δημιουργό. Η προέλευση, όμως και παρά την εγχώρια σημασιολογία του χαρταετού, δεν είναι ευρωπαϊκή, αλλά ασιατική: ξύλινοι (και όχι χάρτινοι) αετοί κοσμούν τον ουρανό της Κίνας εδώ και 2.400 χρόνια, με τους λαούς της Ανατολής γενικότερα να πιστεύουν πως ξορκίζουν το κακό και πως όσο ψηλότερα φτάσει ο αετός, τόσο πιο τυχεροί θα είναι.
Πάντως, και στην Ελλάδα, ήδη από την κλασική εποχή ο αετός ήταν κάτι το οικείο, καθώς υπάρχει παράσταση κόρης πάνω σε αγγείο, η οποία ετοιμάζεται να πετάξει μια λευκή σαΐτα (είδος αετού), την οποία θα ήλεγχε με ένα νήμα. Άξιο, δε, αναφοράς είναι πως ούτε στη χώρα μας ο αετός δεν φτιαχνόταν από χαρτί, αλλά μάλλον από πανί τουλάχιστον μέχρι το Μεσαίωνα, καθώς το χαρτί ήταν πολύ σπάνιο. Όσον αφορά την εξοικείωση της Ευρώπης με τον αετό ξεκινά από τον Μάρκο Πόλο, που γυρίζει από την Ασία με προσλαμβάνουσες πολύ διαφορετικές από αυτές της Γηραιάς Ηπείρου και χρησιμοποιείται ακόμη και για επιστημονικούς σκοπούς, ενώ αποτελούσε ένα παιχνίδι για τον εορτασμό του Πάσχα στη μεσαιωνική Ισπανία.
Κλείνοντας αυτή την περιδιάβαση στην Καθαρά Δευτέρα και τις ρίζες της, πρέπει να γίνει μια αναφορά στα ελληνικά έθιμα, που είναι άφθονα και ποικίλλουν από τόπο σε τόπο. Ξεκινώντας από το παραδοσιακό γαϊτανάκι, το οποίο ήρθε μαζί με τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και συνεχίζοντας με του Κουτρούλη το γάμο, ο οποίος αναβιώνει κάθε χρόνο στη Μεθώνη της Μεσσηνίας, όπου ο γαμπρός και η νύφη είναι άνδρες. Οι ομοιότητες με τον βλάχικο γάμο, ο οποίος γιορτάζεται παραδοσιακά στη Θήβα ήδη από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, είναι εμφανής. Άλλα παραδοσιακά έθιμα είναι ο αλευροπόλεμος ή μουτζουρώματα στο Γαλαξείδι, το μπουρανί στο Τύρναβο, δηλαδή η χορτόσουπα δίχως λάδι, με τα φαλλικά σύμβολα να κυριαρχούν, καθώς και οι γενίτσαροι και οι μπούλες στη Νάουσα. Τα έθιμα είναι πάρα πολλά σε κάθε γωνιά της χώρας και η πολύ συνοπτική αυτή αναφορά σε ένα τμήμα του παρόντος άρθρου οπωσδήποτε δεν επαρκεί για να τα αναφέρει επακριβώς.
Χρόνια πολλά, λοιπόν, και καλή Σαρακοστή.
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Σπύρος Σερμπέτης-Παππάς