ΝΑΙ ΣΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ 1940, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 1944
ΝΑΙ ΣΤΟ ΟΧΙ ΤΟΥ 1940, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 1944
Ο πιο αιματηρός πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, από τις 28 Οκτωβρίου 1940 περιλαμβάνει στα «μαύρα κατάστιχά» του και την Ελλάδα. Η είσοδος της χώρας μας στον πόλεμο σηματοδοτείται με τη συνάντηση Γκράτσι-Μεταξά και την απαίτηση για παράδοση της Ελλάδας, με το «Όχι» στην πραγματικότητα να είναι η φράση “Alors, c’est la guerre”. Γιατί, όμως, ο χρόνος σταματά εκεί; Γιατί η ιστορική μνήμη, όπως αυτή διαδίδεται, δεν φτάνει παρά σπάνια μέχρι το 1944 και την Απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική μπότα;
Η Ελλάδα, μια χώρα με διάφορες παραδοξότητες, πρωτοτυπεί, ούσα η μόνη που γιορτάζει την είσοδο στον πόλεμο και όχι το τέλος αυτού, στις 12 Οκτωβρίου 1944. Μονάχα τα τελευταία χρόνια βλέπουμε μια προσπάθεια να αποκτήσει και η 12η Οκτωβρίου μια μεγαλύτερη βαρύτητα με σειρά εκδηλώσεων, καθιστώντας τον δέκατο μήνα του έτους, μήνα μνήμης για αυτήν την ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, δεν έχει αποκτήσει ακόμη η 12η Οκτωβρίου τη δική της κόγχη στις αυλακιές, τις ουλές και τα τραύματα της συλλογικής μνήμης. Ένας σημαντικός λόγος, που εμπεριέχει ισχυρή δόση αλήθειας, είναι πως η κατοπινή περίοδος μετά το τέλος της Κατοχής σήμανε κατευθείαν τη μετάβαση στην ένοπλη αντιπαράθεση του Εμφυλίου. Πράγματι, μόλις δύο μήνες μετά, σημειώνονται τα Δεκεμβριανά και οι καθημερινές συμπλοκές μεταξύ των πρώην αντάρτικων ομάδων, στην προσπάθειά τους να λάβουν την εξουσία, ενώ ο αγγλικός παράγοντας είχε ήδη λάβει ως άθυρμα τη χώρα στο μεγάλο ευρωπαϊκό παίγνιο της Γιάλτας, έχοντας ως ομοτράπεζο τη Σοβιετική Ένωση.
Έτσι, ο λόγος που μοιάζει να έχει απωθηθεί η Απελευθέρωση από τη μνήμη είναι για την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη οι θύμησες του Εμφυλίου. Η 12η Οκτωβρίου ήταν ίσως ένα από τα λίγα ευχάριστα σημεία μιας καταστρεπτικής περιόδου για τους Έλληνες, με τον κόσμο να ξεχύνεται στους δρόμους και τις σημαίες των συμμάχων να κυματίζουν στον ελεύθερο αθηναϊκό αέρα. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε διαδραματίσει το ΕΑΜ (με κορμό το ΚΚΕ), τις τάξεις του οποίου είχε πυκνώσει περί το 10% του ελληνικού λαού, ένα ποσοστό ικανό να πραγματώσει το αίτημα της λαοκρατίας και της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού στη χώρα μας.
Η πρώτη επέτειος της 28ης Οκτωβρίου έγινε το 1941, με την Ελλάδα υπό τον ζυγό των δυνάμεων του Άξονα, χωρίς καμία αναφορά στον Ιωάννη Μεταξά και σε όσα αναφέρθηκαν στην αρχή. Επρόκειτο για ένα μνημόσυνο των τραυματιών πολέμου στον Άγνωστο στρατιώτη, όπως αναφέρεται στο βιβλίο «ΧΡΟΝΙΚΟΝ 1940-1944, ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΙΟΔΟΣΙΑ» των δημοσιογράφων Αχιλλέως και Αδ. Κύρου (αναδημοσίευση από το άρθρο του Νίκου Μπόβολου «Γιατί δε γιορτάζουμε τη λήξη του πολέμου;» στην ιστοσελίδα Provocateur.gr):
«Ο ένας εκ των τριών αναπήρων, που μόλις κατώρθωνε να βαδίση με τα “ξυλοπόδαρά” του, εστάθη εις προσοχήν και είπε:
“Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας, Έχουμε πολλά να σας πούμε. Αλλά καταλαβαίνετε ότι, με τις σημερινές συνθήκες, αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε… Ακούστε τι έχουμε να σας πούμε:…” Εδώ εσώπασε διά δύο λεπτά. Και μία νεκρική σιγή επεκράτησε κατά την συνταρακτικήν αυτήν σκηνήν. Έπειτα, κατέληξεν απλά: “Τώρα, σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι, ότι μας νοιώσατε”».
Οι εθνικές επέτειοι έχουν ως σκοπό συνήθως την τόνωση των συνεκτικών δεσμών των ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια εθνική ταυτότητα και την υποβάθμιση των διαφορών. Αυτό υπενθυμίζει στην ιστοσελίδα «Τα Νέα» με άρθρο του ο Βόγλης Πολυμέρης (με τίτλο «Μία ακόμα εθνική μας ιδιαιτερότητα» και ημερομηνία δημοσίευσης την 25η Οκτωβρίου 2012), όπως επίσης και τον πολύ διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβανόμαστε στην Ελλάδα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: παραδείγματος χάριν, μεγάλοι εορτασμοί τελούνται στην Ευρώπη (και κυρίως στη Ρωσία) για την 8η Μαΐου 1945, ημέρα λήξης του Πολέμου. Η Ελλάδα, όμως, δεν μοιράζεται αυτή την ανάμνηση, καθώς τα πάθη είχαν εξαφθεί και «μια Βάρκιζα» δεν αρκούσε για να σιωπήσουν, ενώ το αίσθημα της μη δικαίωσης ήταν διάχυτο, αφού οι δωσίλογοι και οι μαυραγορίτες δεν τιμωρήθηκαν ουσιαστικά, βγάζοντας το «γερμανικό» καπέλο και φορώντας πλέον το «αγγλικό».
Αυτή η περισσότερο κριτική ματιά, που ας σημειωθεί δεν μειώνει σε τίποτα την ανδρεία των όσων πολέμησαν και τη γενναιότητά τους αποτελώντας το πρώτο ανάχωμα στη μέχρι τότε ακώλυτη προέλαση του Άξονα στην Ευρώπη, ας κλείσει με τα όσα είπε ο μεγάλος μουσουργός, Μάνος Χατζιδάκις, για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, εν προκειμένω για το θέμα του σημερινού άρθρου (αναδημοσίευση από το άρθρο του Zougla.gr «Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη του πολέμου και όχι τη νίκη;», με ημερομηνία καταχώρησης την 27η Οκτωβρίου 2017):
«Επειδή είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που δεν γιορτάζει την απελευθέρωση αλλά την έναρξη του πολέμου, τιμώντας ουσιαστικά έναν φασίστα δικτάτορα, ο οποίος υπό διαφορετικές συνθήκες θα έφτιαχνε μια Ελλάδα κατ' εικόνα και ομοίωση της ναζιστικής Γερμανίας.
»Γιατί είπε το ΟΧΙ ο Μεταξάς, αφού θαύμαζε τον άξονα και κυβερνούσε με τον τρόπο του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού;
»Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά... Oι πιέσεις, οι Άγγλοι, τα ανάκτορα κ.τ.λ. Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί και αν λέγαμε ΝΑΙ; Πάλι στα ίδια θα ήμασταν. Ένα-δυο χρόνια υπό συμμαχική επιστασία -μήπως δεν είμαστε πέντε και δέκα χρόνια κάτω από αυτούς;– κι ύστερα μες στη συμμαχία και τέλος στην ευρωπαϊκή κοινότητα.
»Άσε και εκείνη τη μεταπολεμική ψευδαίσθηση που μας την καλλιεργούσαν και οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις μας, ότι ήμασταν οι πρωταγωνιστές του πολέμου, οι περιούσιοι των συμμάχων. Πιστεύαμε στο τέλος, σαν τον Καραγκιόζη, πως εμείς σκοτώσαμε τον κατηραμένο όφι. Μεθύσαμε από δόξα, που μόνοι μας χαρίσαμε στους εαυτούς μας. Για μια ακόμη φορά νικήσανε οι Χίτες, οι κουτσαβάκηδες, οι ταγματασφαλίτες, οι βασανιστές και οι μέλλοντες Μιχαλόπουλοι και Κουρήδες. Αυτή είναι η 28η Οκτωβρίου. -M.X.».
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Σπύρος Σερμπέτης-Παππάς